παρετάζω

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρετάζω Medium diacritics: παρετάζω Low diacritics: παρετάζω Capitals: ΠΑΡΕΤΑΖΩ
Transliteration A: paretázō Transliteration B: paretazō Transliteration C: paretazo Beta Code: pareta/zw

English (LSJ)

   A put beside and compare, Hsch.    IIapprove, ὅτινι ἂμ μὴ… παρετάξωνσι ὁμοθυμαδόν IG5(2).6.28 (Tegea, iv B. C.).    2Med., aor. part. παρηεταξάμενος, c. acc., after obtaining the consent of, ib.3.20 (ibid.). (Perh. from πάρ (h) ετος (παρίημι) 'regard as admissible'.)

German (Pape)

[Seite 519] danebenstellen und vergleichen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παρετάζω: ἐξετάζω τι συγκρίνων αὐτὸ πρὸς ἄλλο, παραβάλλω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. (Κατά τον Ησύχ.) εξετάζω κάτι συγκρίνοντας το με κάτι άλλο, παραβάλλω
2. θεωρώ κάτι ως αποδεκτό, επιδοκιμάζω
3. μέσ. παρετάζομαι
πετυχαίνω τη συγκατάθεση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐτάζω «εξετάζω, ερευνώ»].