τέλθος
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
εος, τό,
A debt, payment due, κομίζευ . . τ. ὀφειλόμενον Call. Lav.Pall.106; τ. ἀπαιτησῶν ἑκατὸν βόας Id.Cer.78.
German (Pape)
[Seite 1088] εος, τό, seltene poet. Form für τέλος, Callim. Lav. Pall. 206 Cer. 77.
Greek (Liddell-Scott)
τέλθος: -εος, τό, σπάνιος ποιητικ. τύπος ἀντὶ τέλος, Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλάδ. 106, εἰς Δήμητρ. 77. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ τέλος, ὡς τὸ ἄχθος ἐκ τοῦ ἄχος).
Greek Monolingual
-ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) χρέος, οφειλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος πιθ. κατά τα ἄχθος, πλῆθος. Ο σχηματισμός του τ. εκλαμβάνεται ως δωρισμός].
Frisk Etymology German
τέλθος: {télthos}
Grammar: n.
Meaning: Entrichtung, Abgabe, Schuld (Kall.); τέλθος· χρέος H.
Etymology : Umbildung von 2. τέλος nach ἄχθος, βρῖθος, πλῆθος; s. Osthoff IF 4, 268f. m. Lit.
Page 2,869