негодный
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Russian > Greek
ἀργός ;; ἀπάλαμνος ;; ἄχρηστος ;; ἀδύνατος ;; ῥᾳδιουργός ;; πρόσπτυστος ;; ἀπόβλητος ;; κακοήθης ;; σύκινος ;; ἀφυής ;; δύσχρηστος ;; κακοεργός ;; ἐκβόλιμος ;; εὐτελής ;; ἀνωφέλητος ;; ἀδόκιμος ;; ὀλέθριος ;; οὐτιδανός ;; φαῦλος ;; ἀνωφελής ;; παλίμπρατος ;; παλίμπρητος ;; φλαῦρος ;; πονηρός ;; παραγράψιμος ;; παράσημος ;; ὀνοστός ;; ἀνάξιος ;; μοχθηρός ;; ἄδικος