ῥᾳδιουργός
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ῥᾳδιουργόν, prop.
A doing things easily, only in bad sense, unscrupulous, reckless, ῥᾳδιουργὸς εἶναι ἐν τοῖς λόγοις καὶ ἐν τοῖς ἔργοις Arist.VV1251a20: as substantive, knave, rogue, Plb.4.29.4, Supp.Epigr.2.292.9 (Delph., i B.C.), Plu.2.602a, Arr.Epict.3.22.93; esp. for πλαστογράφος, forger, Hsch., Phot., Suid.
2 of things, opp. ἁγνός, impure, θυσίαι ῥᾳδιουργότεραι X.Smp. 8.9: Adv. Comp. ῥᾳδιουργότερον in this sense, Arr.An.2.5.4.
German (Pape)
[Seite 831] leicht, gewandt handelnd, aber auch in tadelndem Sinne, der es leicht nimmt, leichtsinnig u. leichtfertig im Handeln, nachlässig, unbesonnen u. bequem, schlaff; Xen. θυσίαι, im Gegensatz von ἁγνότεραι, Conv. 8, 9; auch = boshaft, Arist. virt. 6, 5; καὶ κλέπται, Pol. 4, 29, 4, wie Plut. de exil. 7 u. a. Sp. – Bei den Sp. wie πλαστογράφος, der fremde Hände u. Schrift nachmacht, Phot.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 insouciant, sans scrupules ; sans conscience, pervers, méchant;
2 en parl. de choses impur;
Cp. ῥᾳδιουργότερος.
Étymologie: ῥᾴδιος, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳδιουργός:
1 бессовестный, бесчестный (ἐν τοῖς λόγοις καὶ ἐν τοῖς ἔργοις Arst.);
2 культ. нечистый, негодный (θυσίαι Ἀφροδίτῃ τῇ Πανδήμῳ Xen.).
II ὁ мошенник, негодяй, плут Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳδιουργός: -όν, (*ἔργω) κυρίως, ὁ πράττων τι ῥᾳδίως, ἀκόπως· ἀλλὰ κεῖται μόνον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐπὶ ἀκολάστου ἀνθρώπου καὶ ἐν λόγοις καὶ ἔργοις, Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 6, 5· ὡς οὐσιαστ., μοχθηρὸς ἄνθρωπος καὶ διεφθαρμένος, πανοῦργος, ἀναιδής, πᾶν αἰσχρὸν καὶ κακὸν πράττων, Πολύβ. 4. 29. 4, Πλούτ. 2. 602Α· μάλιστα ἀντὶ τοῦ πλαστογράφος, Φώτ., κλ. ― Ἐπίρρ. -γῶς, Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 87C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀντίθετον τῷ ἀγνός, ἀκάθαρτος, θυσίαι Ξεν. Συμπ. 8, 9. ― Συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον ἐπὶ ταύτης σημασίας, Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 5. ― Ἴδε Κόντου ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ, τεῦχος Ε΄, σ. 72, ἔνθα τὸ ἡμαρτημένον ῥᾳδιοῦργος καὶ τὰ ὅμοια ἀποδοκιμάζονται.
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥᾳδιουργός, -όν, ΝΜΑ
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος
νεοελλ.
(για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να κοπιάζει
2. ασυνείδητος
3. διεφθαρμένος, ανήθικος («ῥᾳδιουργὸς εἶναι ἐν τοῖς λόγοις καὶ ἐν τοῖς ἔργοις», Αριστοτ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) πλαστογράφος
5. (για πράγμα) ακάθαρτος, ρυπαρός
6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) ῥᾷδιουργότερον
με ρυπαρότητα.
επίρρ...
ραδιουργῶς Α
σύμφωνα με τον τρόπο ή τους τρόπους που χρησιμοποιεί ο ραδιούργος, με δόλιο τρόπο, με ραδιουργίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾴδιος «εύκολος» αλλά και «απερίσκεπτος, αμελής, απρόσεκτος» + -ουργός / -ούργος (< ἔργον), πρβλ. τεχνουργός, πανούργος. Το επίθ. από αρχική σημ. «αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, απρόσεκτα, απερίσκεπτα» εξελίχθηκε «επί κακῷ» στη σημ. «ασυνείδητος, διεφθαρμένος, ανήθικος»].
Greek Monotonic
ῥᾳδιουργός: -όν (*ἔργω)·
1. κυρίως, αυτός που πράττει κάτι με ευκολία· με αρνητική σημασία, αδίστακτος, ασυνείδητος, απερίσκεπτος, άνθρωπος ακόλαστος και σε λόγους και σε έργα, σε Αριστ.
2. λέγεται για πράγματα, ακάθαρτος, μιαρός, σε Ξεν.
Middle Liddell
ῥᾳδι-ουργός, όν [*ἔργω
1. properly, doing things easily; in bad sense, unscrupulous, reckless, Arist.
2. of things, impure, Xen.