ловкость
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Russian > Greek
πολυτροπία ;; πολυτροπίη ;; φιλότεχνον ;; ἐπιδεξιότης ;; εὐχέρεια ;; φιλοτεχνία ;; εὐστοχία ;; δριμύτης ;; δεξιότης ;; λῆμα ;; λᾶμα ;; σοφία