Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἱκετηρία, ἀρά, ἀρή, ἄντη, εὐχωλή, εὐχή, κατευχή, κάτευγμα, προστροπή, ἀντιβόλησις, ἱκέτευμα, λιτή, παραίτησις