Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
σύρμα, ὑποβολή, ὑποπέτασμα, ὑπηρέσιον, πέτασμα, στρῶμα, χαμεύνιον, στιβάδιον, στιβάς, ὑπόπαστον, ὑπόστρωμα, χαμεύνη, χαμεύνα, χύσις