χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
ἐμφυσάω ;; ἀθύρω ;; ἑψιάομαι ;; ἐμπαίζω ;; ψιάδδω ;; προσπαίζω ;; αὐλέω ;; κιθαρίζω ;; λιγαίνω ;; κλάζω ;; τραγῳδέω ;; ἰχθυάω ;; ἐντείνω ;; μελίζω ;; μελίσδω ;; μουσίζω ;; μουσίσδω ;; νηπυτιεύομαι ;; Δηώ ;; πνέω ;; λαλέω ;; κρούω