жилище
Russian > Greek
ἵδρυμα ;; αὐλή ;; δόμος ;; εἰσοίκησις ;; ἐνδιαίτημα ;; οἰκητήριον ;; ἔνδιον ;; ἐμβιωτήριον ;; ἐναύλεια ;; οἴκημα ;; κατοίκησις ;; τέρεμνον ;; τέραμνον ;; μέλαθρον ;; στέγος ;; στέγη ;; τέγος ;; σταθμός ;; ἑδώλιον ;; οἶκος ;; οἴκησις ;; θαλάμευμα ;; ἔναυλος ;; κατάλυμα ;; βηλός ;; βαλός ;; ἔπαυλος ;; θεράπνη ;; θεράπνα ;; συνοικία ;; θάλαμος ;; μονή ;; θᾶκος ;; δίαιτα