хитрый
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Russian > Greek
ἀποστερητικός ;; ἐπίκλοπος ;; κλόπιος ;; πολύπλοκος ;; τεχνικός ;; εὐτράπελος ;; πολύτροπος ;; παλιντριβής ;; ἄφυκτος ;; πανοῦργος ;; δριμύς ;; κερδαλέος ;; ἐπίτριπτος ;; μέρμερος ;; δολόεις ;; δολερός ;; δολιόμητις ;; κακοξύνετος ;; κομψός ;; ἑλικτός