доступный
From LSJ
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies
Russian > Greek
ἐφικτός, προσβατός, ἐντευκτικός, εἰσβατός, ἐσβατός, ἐμβατός, ἔμβατος, ἔφοδος, προσιτός, γνώριμος, εὐπόριστος, εὐχερής, εὐθήρατος, ἀναβατός, ἀμβατός, ὁμιλητός, φιλοπροσήγορος, καταιβατός, ἐπιβατός, βάσιμος, ἰτός, ἐπιτευκτικός, εὔβατος, εὔπορος, πρόχειρος