злобный
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Russian > Greek
ἄχρηστος, ζαμενής, κοτεινός, κακοποιός, βάσκανος, βασκαντικός, ἀταρτηρός, ἀρρηνής, κακόθροος, κακόθρους, ἰσχυρός, κελαινώπης, κελαινώπας, δύσκολος, ὑπόθερμος, ἀπαρηγόρητος, λευγαλέος, δριμύς, χαλεπός