непорочный
From LSJ
Russian > Greek
ἀκέραιος, παρθένος, ἄσπιλος, νηλειτής, ἀδιάφθορος, ἀθιγής, ἀνόθευτος, ἀπρόσκοπος, ἀνεπίμομφος, ἄβατος, ἀκηράσιος, ἀκήρατος, ἀνεπίληπτος, σώφρων, σαόφρων, αὐτοτέλεστος, τελήεις, εἰλικρινής, εἱλικρινής, ἁγνός, εὐαγής