ἀκηράσιος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκηράσιος Medium diacritics: ἀκηράσιος Low diacritics: ακηράσιος Capitals: ΑΚΗΡΑΣΙΟΣ
Transliteration A: akērásios Transliteration B: akērasios Transliteration C: akirasios Beta Code: a)khra/sios

English (LSJ)

ἀκηράσιον, Ep. form of ἀκήρατος,
A untouched, ἀ. λειμῶνες meadows not yet grazed or mown, h.Merc.72; γυίων ἄνθος ἀ. pure, fresh, AP12.93 (Rhian.); σκῆπτρα ἀ. inviolate, Epigr.Gr.907 (Sinope).
II (κεράννυμι) unmixed, οἶνος Od.9.205.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [gen. ép. -οιο A.R.2.1272]
1 no hollado, virgen, puro λειμών h.Merc.72, γυίων ἄνθος Rhian.71.4, ἀκηρασίων κόλπων Ἰναχίης δαμάλης Nonn.D.3.284, σκῆπτρον Epigr.Gr.907 (Sinope IV d.C.).
2 sin mezcla, puro οἶνος Od.9.205, A.R.2.1272, πηγαί Apoll.Met.Ps.17.33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non mélangé, pur.
Étymologie: cf. ἀκήρατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκηράσιος: (ρᾰ)
1 несмешанный (с водой), неразбавленный (οἶνος Hom.);
2 нетронутый, некошенный (λειμῶνες HH);
3 непорочный, чистый (ἄνθος, φῶς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκηράσιος: -ον, Ἐπ. τύπος τοῦ ἀκήρατος, ἀμιγής, οἶνος, Ὀδ. Ι. 205. 2) ἀνέγγικτος, ἀκέραιος, Λατ. integer, ἀκ. λειμῶνες, μήπω χρησιμεύσαντες εἰς βοσκήν, ἢ μήπω θερισθέντες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 72· ἄνθος ἀκ., καθαρόν, ἁγνόν, πρόσφατον, Ἀνθ. Π. 12.93· σκῆπτρα ἀκ., ἰσχυρά, Συλλ. Ἐπιγρ. 4158.

English (Autenrieth)

= ἀκήρατος, Od. 9.205†.

Greek Monolingual

ἀκηράσιος, -ον (Α)
1. άθικτος, αμιγής, καθαρός
2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο
«ἀκηράσιος οἶνος»
3. δροσερός, νεανικός
4. απάτητος (για λειμώνες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > ἀκηράτ-ιος > ἀκηράσιος (πρβλ. θαυματὸς > θαυμάτ-ιος > θαυμάσιος
ἱππήλατος > ἱπηλάτ-ιος > ιππηλάσιος κ.τ.ό.). Όπως προκειμένου για την ετυμολογία της λ. ἀκήρατος βλ. λ., φαίνεται προτιμότερο να δεχθεί κανείς την ύπαρξη ενός κοινού, ενιαίας ετυμολογικής προελεύσεως, τ. ἀκηράσιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηρασία.

Greek Monotonic

ἀκηράσιος: -ον, Επικ. τύπος του ἀκήρατος, αμιγής, οἶνος, σε Ομήρ. Οδ.
II. ανέγγιχτος, Λατ. integer, ἀκ. λειμῶνες, λιβάδια που δεν έχουν βοσκηθεί ή θεριστεί, σε Ομηρ. Ύμν.· ἄνθος ἀκ., φρέσκο, καινούριο, σε Ανθ.

Middle Liddell

[epic form of ἀκήρατος
I. unmixed, οἶνος Od.
II. untouched, Lat. integer, ἀκ. λειμῶνες meadows not yet grazed or mown, Hhymn.; ἄνθος ἀκ. fresh, Anth.