Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Use adj., Ar. and P. ἄγροικος, P. and V. σκαιός.
peasant: P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ.
buffoon: P. and V. γελωτοποιός, ὁ.
play the clown, v.: P. γελωτοποιεῖν.