Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Use adj., Ar. and P. ἄγροικος, P. and V. σκαιός.
peasant: P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ.
buffoon: P. and V. γελωτοποιός, ὁ.
play the clown, v.: P. γελωτοποιεῖν.