Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Use adj., Ar. and P. ἄγροικος, P. and V. σκαιός.
peasant: P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ.
buffoon: P. and V. γελωτοποιός, ὁ.
play the clown, v.: P. γελωτοποιεῖν.