vex
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. λυπεῖν, ἀνιᾶν, δάκνειν, ὄχλον παρέχω, ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), πράγματα παρέχω, πράγματα παρέχειν (dat.), ἀποκναίειν, Ar. and V. κνίζειν, V. ὀχλεῖν, γυμνάζειν, ἀλγύνειν, P. διοχλεῖν.
be vexed: P. and V. λυπεῖσθαι, ἀνιᾶσθαι, βαρύνεσθαι, δάκνεσθαι, ἄχθεσθαι, Ar. and P. ἀγανακτεῖν. P. δυσχεραίνειν, χαλεπῶς φέρω, χαλεπῶς φέρειν, Ar. βαρέως φέρω, βαρέως φέρειν; see be distressed, under distress.
be vexed at: P. and V. ἄχθεσθαι; (dat.), δυσφορεῖν (acc. or dat.), Ar. and P. χαλεπαίνειν (dat.), ἀγανακτεῖν (dat.), P. δυσχεραίνειν (acc., dat. or ἐπί, dat.), χαλεπῶς φέρω, χαλεπῶς φέρειν (acc. or dat.), V. φέρειν (acc.), πικρῶς φέρω, πικρῶς φέρειν (acc.), δυσφόρως ἄγω, δυσφόρως ἄγειν (acc.), ἐπάχθεσθαι (dat.), ἀσχάλλειν (acc. or dat.) (rare P.); see be angry at, under angry.