γελανής

From LSJ
Revision as of 17:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελᾱνής Medium diacritics: γελανής Low diacritics: γελανής Capitals: ΓΕΛΑΝΗΣ
Transliteration A: gelanḗs Transliteration B: gelanēs Transliteration C: gelanis Beta Code: gelanh/s

English (LSJ)

ές, (γελάω)    A cheerful, καρδία, θυμός, Pi.O.5.2, P.4.181.

German (Pape)

[Seite 478] ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.

Greek (Liddell-Scott)

γελᾱνής: -ές, (γελάω) γελαστικός, εὔθυμος, καρδία, θυμὸς Πίνδ. Ο. 5. 5, II. 4. 322.

English (Slater)

γελᾱνής
   1 cheerful καρδίᾳ γελανεῖ (O. 5.2) θυμῷ γελανεῖ (P. 4.181)

Spanish (DGE)

(γελᾱνής) -ές
riente, alegre καρδία Pi.O.5.2, θυμός Pi.P.4.181.

Greek Monolingual

γελανής, -ές (Α)
γελαστός, χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελασ-νής < γελασνός < (θ.) γελάσ- γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής.

Russian (Dvoretsky)

γελᾱνής: веселый, радостный (θυμός Pind.).