διακωλυτικός

From LSJ
Revision as of 18:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακωλῡτικός Medium diacritics: διακωλυτικός Low diacritics: διακωλυτικός Capitals: ΔΙΑΚΩΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diakōlytikós Transliteration B: diakōlytikos Transliteration C: diakolytikos Beta Code: diakwlutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A preventive, Id.Plt.280d, prob.l. in Poll.7.209.

German (Pape)

[Seite 585] ή, όν, verhindernd; ἔργα Plat. Polit. 280 d; Arist. H. A. 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διακωλῡτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐμποδίζειν, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10.1,12.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que impide, que sirve para obstaculizar περὶ ... τὰς βίᾳ πράξεις διακωλυτικὰ ἔργα Pl.Plt.280d, cf. Poll.7.209, (πρὸς τὴν τέκνωσιν) ἧττον μὲν διακωλυτικὸν τὸ πάθος Arist.HA 634a36, c. gen. φλεγμασίης πάσης Orib.Syn.3.18.4.

Greek Monolingual

διακωλυτικός, -ή, -όν (Α) διακωλύω
κατάλληλος να παρεμποδίζει.

Russian (Dvoretsky)

διακωλῡτικός: противодействующий, задерживающий, мешающий Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακωλυτικός -ή όν [διακωλύω] hinderlijk.