θητικός

Revision as of 14:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a hireling, menial, ἔργον Arist.Rh.1367a31; βάναυσος ἢ θ. βίος Id.Pol.1278a21; -ωτέρα ργασία ib.1341b14; θ. καὶ δουλικὸν πράττειν ib.1337b21.    2 τὸ θ.,= οἱ θῆτες, the class of θῆτες, ib.1274a21,al.; θ. τελεῖν pay on the assessment of a θής at Athens, Id.Ath. 7.4, Lex ap.D.43.54; θ. τέλος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τὸ θ. in an army, servants, camp-followers, etc., Arr.Tact.2.1.    3 like a θής, servile, πάντες οἱ κόλακες θ. Arist.EN1125a2, cf. Luc.Fug.12.

German (Pape)

[Seite 1211] den θής betreffend; ἔργον, Tagelöhnerarbeit, Arist. rhet. 1, 9; τὸ θητικόν, die Klasse der θῆτες in Athen, polit. 2, 10 (vgl. Plut. Sol. 291; die Klasse der Tagelöhner, ibd. 6, 7 (das arme Volk, D. Hal. 3, 1); auch compar., ἐργασίαν θητικωτέραν ibd. 8, 8; πάντες οἱ κόλακες θητικοί eth. 4, 8, geht auf die Gesinnung, gemein; vgl. Luc. fug. 12.

Greek (Liddell-Scott)

θητικός: -ή, -όν, (θὴς) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μισθωτὸν ἐργάτην, ἔργον Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 26· βάναυσος καὶ θ. θίος ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 5, 5· θητικωτέρα ἐργασία αὐτόθι 8. 6, 15· θ. καὶ δουλικὸν πράττειν αὐτόθι 8. 2, 6. 2) τὸ θητικόν, = οἱ θῆτες, ἡ τάξις τῶν θητῶν, αὐτόθι 2. 12, 6., 4. 4, 10., 6. 7, 1· ὡσαύτωςφόρος ἐτέλουν οἱ θῆτες, Νόμ. παρὰ Δημ. 1067. 27, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 9, 7. 17. 22., 10. 3, Πολυδ. Η΄, 130. 3) ὅμοιος πρὸς θῆτα, δουλικός, πάντες οἱ κόλακες θ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 29, πρβλ. Λουκ. Δραπέτ. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mercenaire ; subst. τὸ θητικόν la classe des citoyens pauvres.
Étymologie: θής.

Greek Monolingual

θητικός, -ή, -όν (Α) θης
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόν
α) οι θήτες, η τάξη τών θητών
β) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτες
γ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων
3. όμοιος με θήτα, δουλικός.

Greek Monotonic

θητικός: -ή, -όν (θής),
1. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την εργασία των υπηρετών, μισθωτός, σε Αριστ.
2. τὸ θητικόν, η τάξη όσων χαρακτηρίζονταν «θῆτες», στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θητῐκός:
1) наемный, батрацкий (ἔργον, βίος, πλῆθος Arst.);
2) раболепный, низкопоклонный (οἱ κόλακες Arst.).

Middle Liddell

θητικός, ή, όν [θής]
1. of or for a hireling, menial, Arist.
2. τὸ θητικόν, the class of θῆτες, Arist.