θης
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
Greek Monolingual
θής, -τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α)
1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς του κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο
2. στον πληθ. οἱ θῆτες
α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν την κατώτερη τάξη τών ελευθέρων σε μια ελληνική πόλη
β) (στην Αθήνα) η κατώτερη από τις τέσσερεις τάξεις πολιτών με ετήσιο εισόδημα λιγότερο από 200 μεδίμνους μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνος
3. το θηλ. θῆσσα και αττ. τ. θῆττα
α) φτωχή μισθωτή κόρη, υπηρέτρια
β) (ως επίθ. για πράγματα) θητική, δουλική, λιτή («θῆσσα τράπεζα», Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το ρ. θέω «τρέχω», μάλλον όμως πρόκειται για σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. Ζωντανό παρέμεινε στη γλώσσα το μετονοματικό ρ. θητεύω καθώς και το παρ. του τελευταίου θητεία.
ΠΑΡ. θητεύω
αρχ.
θητικός, θητείον.
ΣΥΝΘ. αρχ. θητώνιον, θητωνώ].