Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θης

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

θής, -τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α)
1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς του κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο
2. στον πληθ. οἱ θῆτες
α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν την κατώτερη τάξη τών ελευθέρων σε μια ελληνική πόλη
β) (στην Αθήνα) η κατώτερη από τις τέσσερεις τάξεις πολιτών με ετήσιο εισόδημα λιγότερο από 200 μεδίμνους μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνος
3. το θηλ. θῆσσα και αττ. τ. θῆττα
α) φτωχή μισθωτή κόρη, υπηρέτρια
β) (ως επίθ. για πράγματα) θητική, δουλική, λιτήθῆσσα τράπεζα», Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το ρ. θέω «τρέχω», μάλλον όμως πρόκειται για σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. Ζωντανό παρέμεινε στη γλώσσα το μετονοματικό ρ. θητεύω καθώς και το παρ. του τελευταίου θητεία.
ΠΑΡ. θητεύω
αρχ.
θητικός, θητείον.
ΣΥΝΘ. αρχ. θητώνιον, θητωνώ].