κασσιτερουργός

From LSJ
Revision as of 22:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασσῐτερουργός Medium diacritics: κασσιτερουργός Low diacritics: κασσιτερουργός Capitals: ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kassiterourgós Transliteration B: kassiterourgos Transliteration C: kassiterourgos Beta Code: kassiterourgo/s

English (LSJ)

ὁ,    A tinker, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, der Zinnarbeiter?

Greek (Liddell-Scott)

κασσῐτερουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α κασσιτερουργός)
αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ερι-ουργός, ξυλ-ουργός].