καλαθίσκος
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
= foreg., ὁ, Ar.Th.822, Lys.535, 579, Jahresh. 16 Beibl.51 (iv B.C.), Theoc.21.9. 2 Archit., = κόφινος, of the coffers, panels of a ceiled roof, Chor.p.118B. II a kind of dance, Apolloph.1, Men.1018, Poll.4.105; prob. l. for κᾰλαθ-ισμός, Ath.14.629f.
German (Pape)
[Seite 1306] ὁ, dasselbe, Antp. Sid. 26 (VI, 160). – Eine Art Tanz, Ath. XI, 467 f Poll. 4, 105.
Greek Monolingual
καλαθίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι
2. αρχιτ. είδος κοσμήματος στα φατνώματα της οροφής, αλλ. κόφινος
3. είδος ορχήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. -ισκος (πρβλ. να-ίσκος, οικ-ίσκος)].
Greek Monotonic
κᾰλᾰθίσκος: ὁ, υποκορ. του κάλαθος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰθίσκος: ὁ корзинка, корзиночка Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλαθίσκος -ου, ὁ demin. van κάλαθος, mandje, korfje.
Middle Liddell
κᾰλᾰθίσκος, ὁ, [Dim. of κάλαθος, Ar.] [from κά˘λᾰθος]