κνηκίας
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ου, Dor. κνᾱκίας, ὁ, (κνηκός) name for the A wolf, Babr.122.12.
German (Pape)
[Seite 1460] ὁ, der Falbe, Gelbliche, von κνηκός, der Wolf, Babr. 122, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκίας: -ου, ὁ, Δωρ. κνᾱκίας, πρβλ. κνηκός, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. « le fauve », càd le loup.
Étymologie: κνηκός.
Syn.λύκος, μονιός, μονόλυκος.
Greek Monolingual
κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α)
ονομασία του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. -ίας (πρβλ. βομβυκ-ίας, κροκ-ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του].
Greek Monotonic
κνηκίας: ὁ, βλ. κνηκός.
Russian (Dvoretsky)
κνηκίας: ου ὁ бурый, серый, т. е. волк Babr.