μάσμα
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ατος, τό, (μαίομαι) A search, Cratin.424; = ζήτημα, Pl.Cra. 421 b.
German (Pape)
[Seite 98] τό (μαω), das Suchen, Erforschen, von Plat. Crat. 421 a, τοῦτο εἶναι ὃν οὗ μάσμα ἐστίν, der Etvmologie wegen gebildet; Phot. erkl. μάστευμα, ζήτημα mit Bezug auf diese Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
μάσμα: τό, (*μάω) ψηλάφησις, ζήτησις, ἔρευνα, Κρατῖν ἐν Ἀδήλ. 74, ἔνθα ἴδε Meineke, Πλάτ. Κρατ. 421A.
Greek Monolingual
μάσμα, τὸ (Α)
1. αναζήτηση, έρευνα
2. ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ.- του μαίομαι «αναζητώ, ερευνώ» + κατάλ. -μα].
Russian (Dvoretsky)
μάσμα: ατος τό μάομαι поиски, расследование Plat.