λογοθέτης

From LSJ
Revision as of 11:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοθέτης Medium diacritics: λογοθέτης Low diacritics: λογοθέτης Capitals: ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: logothétēs Transliteration B: logothetēs Transliteration C: logothetis Beta Code: logoqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A auditor, BGU77.10 (ii A.D.), al., Cod.Just.10.30.4, Procop.Arc.8, al.

Greek (Liddell-Scott)

λογοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἀκούων ἢ ἐξετάζων λογαριασμόν· - ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ Βυζαντίου, ὁ ἀρχιγραμματεὺς τῆς αὐτοκρατορίας. - Περὶ ἀμφοτέρων τούτων τῶν σημασιῶν ὅρα Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο (AM λογοθέτης)
νεοελλ.
φρ. (ως τιμητικός τίτλος λαϊκών προσώπων) «άρχων μέγας λογοθέτης» — πατριαρχικό αξίωμα, ανώτατος αξιωματούχος τών πατριαρχείων
μσν.
1. ο αρχιγραμματέας της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου
2. ο γενικός λογιστής του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας
3. υπουργός (α. «λογοθέτης του δρόμου» — υπουργός τών Ταχυδρομείων
β. «μέγας λογοθέτης» — υπουργός τών Εξωτερικών
γ. «λογοθέτης του Γενικοῡ» — υπουργός τών Οικονομικών)
4. αξίωμα, οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, ανώτερος αυλικός
5. ανώτερος αξιωματούχος στο πριγκιπάτο του Μορέως
6. τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο πρώτος ή ο τρίτος στη σειρά βογιάρος του διβανίου
7. οφίκιο, εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
8. τιτλούχος μητρόπολης
9. φρ. α) «λογοθέτης τών σεκρέτων» — ανώτατος Βυζαντινός αξιωματούχος που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού
β) «μέγας λογοθέτης» — τίτλος που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, λογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -θέτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα θε- του τί-θη-μι), πρβλ. αγωνο-θέτης, ταξι-θέτης.