μεταμόρφωσις
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
εως, ἡ,
A transformation, Str.1.2.11 (pl.), Hierocl.p.21 A., Luc.Salt.57, Halc.1 tit., Gal.5.193, App.BC4.42, Ant. Diog.13 (pl.); τούτοις (sc. φυτοῖς) ἐμφύεται ψυχὴ κατὰ τὴν μ. Porph.Abst.1.6; μεταμορφώσεων συναγωγή, title of work by Antoninus Liberalis.
German (Pape)
[Seite 150] ἡ, das Umgestalten, die Verwandlung in eine andere Gestalt, Luc. Halc. 1 de salt. 57.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμόρφωσις: ἡ, ἡ μεταβολὴ μορφῆς, ἀλλοίωσις, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 57, Ἁλκ. 1. ΙΙ. ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ὠριγέν. Ι, 944Β, κτλ., Εὐσέβ. VI, 840C. 2) ἡ ἑορτὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος θεσπισθεῖσα ὑπὸ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, Ἀναστ. Καισ. 525Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 22, 10, Κουροπ. 81, 15, Ὡρολόγ. Αὐγ. 6.
French (Bailly abrégé)
transformation, métamorphose.
Étymologie: μεταμορφόω.
Greek Monotonic
μεταμόρφωσις: ἡ, μετατροπή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεταμόρφωσις: εως ἡ превращение, преображение Luc.
Middle Liddell
μεταμόρφωσις, ιος, ἡ, [from μεταμορφόω
a transformation, Luc.