περισσόμυθος
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
ον,περισσολόγος, A superfluous, E.Fr.52. Adv. in form περισσο-μῡθεί (s. v.l.), Phld.Rh.1.101 S.
German (Pape)
[Seite 592] = περισσολόγος, λόγος π., überflüssige Rede, Eur. frg. Alex. 16.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόμῡθος: -ον, = περισσολόγος, Εὐρ. Ἀποσπ. 53.
Greek Monolingual
-ον, Α
περιττολόγος, πολυλογάς, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + μῦθος «λόγος» (πρβλ. πολύ-μυθος)].
Russian (Dvoretsky)
περισσόμῡθος: многоречивый Eur.