σοφισματικός
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ή, όν, A sophistical, of a person, Gell.18.13 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 914] zum σόφισμα gehörig, Sp., bes. ὁ σ. = σοφιστής.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σοφίσματα, ἐπὶ προσώπου, Γέλλ. 18. 3.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σόφισμα, -ίσματος]
σοφιστικός.