στομωτός

From LSJ
Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομωτός Medium diacritics: στομωτός Low diacritics: στομωτός Capitals: ΣΤΟΜΩΤΟΣ
Transliteration A: stomōtós Transliteration B: stomōtos Transliteration C: stomotos Beta Code: stomwto/s

English (LSJ)

όν,    A hardened, cj. Herm. in A.Fr.252.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, ὀξύς, σκληρός (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στομῶ
(για σιδερένιο εργαλείο) ατσαλωμένος, βαμμένος, κοφτερός.

Russian (Dvoretsky)

στομωτός: [adj. verb. к στομόω закаленный, крепкий Aesch.