φυτώνυμος

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτώνῠμος Medium diacritics: φυτώνυμος Low diacritics: φυτώνυμος Capitals: ΦΥΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: phytṓnymos Transliteration B: phytōnymos Transliteration C: fytonymos Beta Code: futw/numos

English (LSJ)

ον,

   A named from a plant or tree, AP14.34, Ach.Tat.2.14.

German (Pape)

[Seite 1320] von einer Pflanze od. einem Baume den Namen habend, νῆσός τις πόλις ἐστὶ φυτώνυμον αἷμα λαχοῦσα Ep. ad. paralip. 156 (XIV, 34) aus dem Orakel, welches bei Ach. Tat. 2, 14 steht.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτώνῠμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἔκ τινος φυτοῦ ἢ δένδρου, Ἀνθ. Π. 14. 34, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tire son nom d’une plante ou d’un arbre.
Étymologie: φυτόν, ὄνομα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πάρει το όνομα του από ένα φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φῠτώνῠμος: -ον, αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο φυτό ή δέντρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φῠτώνῠμος: получивший свое название от растения (πόλις Anth.).

Middle Liddell

φῠτ-ώνῠμος, ον,
named from a plant or tree, Anth.