εὐκατάγνωστος

Revision as of 20:38, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A blameworthy, Mitteis Chr.31 viii 11 (ii B. C.), EM400.6.

German (Pape)

[Seite 1073] tadelhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάγνωστος: -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.

Greek Monolingual

εὐκατάγνωστος, -ον (Α)
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-γνωστος (< κατα-γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α-κατά-γνωστος].