ἀλκάζω

From LSJ
Revision as of 15:26, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλκάζω Medium diacritics: ἀλκάζω Low diacritics: αλκάζω Capitals: ΑΛΚΑΖΩ
Transliteration A: alkázō Transliteration B: alkazō Transliteration C: alkazo Beta Code: a)lka/zw

English (LSJ)

   A put forth strength or prowess, EM56.11, 66.10:—Med., ἠλκάζοντο· ἠμύνοντο, Hsch. ἀλκᾰθεῖν, poet. aor. (accented as pres. by Gramm., Phot.p.76R., AB383), assist, A.Fr.411, S.Fr.996.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκάζω: ἐφαρμόζω δύναμιν, θέτω εἰς ἐνέργειαν ἰσχύν, Ἐτυμ. Μ. 56. 11. 66. 10: ― Μέσ., ἠλκάζοντο, ἠμύνοντο, παρ’ Ἡσυχ.

Spanish (DGE)

1 combatir valerosamente, EMα 879, 758.
2 en v. med. auxiliar, asistir Hsch.η 380, cf. ἀλκάζω.

Greek Monolingual

ἀλκάζω (Α)
1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα
2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο της ρίζας ἀλκ-, με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκαθεῖν.
ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα].