ἀλοιητήρ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω)
A thresher, grinder, as Adj., σίδηρος Nonn. D. 17.237; ἀ. ὀδόντες grinders, AP11.379 (Agath.): metaph., λιμός Orac. ap. Jul.Mis.370a.
German (Pape)
[Seite 109] ῆρος, ὁ, Drescher; dah. Zermalmer, ὀδόντες, Backzähne, Agath. 74 (XI, 379); σιδηρός Nonn. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλοιητήρ: ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω) ὁ ἁλωνίζων, κατατρίβων, σίδηρος, Νόνν. Δ. 17. 237: ἀλ. ὀδόντες, οἱ τραπεζῖται ἢ γόμφιοι, Λατ. inolares Ἀνθ. Π. 11. 379.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.
Étymologie: ἀλοιάω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
trillador σίδηρος Nonn.D.17.237, ἀ. ὀδόντες molares, AP 11.379 (Agath.)
•fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.Mis.370a (cf. ἀλοητής).
Greek Monolingual
ἀλοιητήρ (-ῆρος), ο (AM)
αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.)
2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες
οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. του ρ. ἀλοῶ].
Greek Monotonic
ἀλοιητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, ἀλ. ὀδόντες, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλοιητήρ: ῆρος adj. m размалывающий, перетиращий: ὀδόντες ἀλοιητῆρες Anth. коренные зубы.
Middle Liddell
ἀλοιάω
a thresher, grinder, ἀλ. ὀδόντες the grinders, Anth.