ἀοριστώδης
From LSJ
English (LSJ)
A indefinite, φαντασία Hierocl. p.39A., cf. A.D.Pron.5.14, Synt.27.4, al.; ἀ. χρόνος Eust.1755.58. Adv., A.D.Synt.70.1.
German (Pape)
[Seite 273] ες, von unbestimmter Art, Ap. Dysc. synt. p. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοριστώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀορίστῳ, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 68, κτλ.
Spanish (DGE)
-ες
1 indefinido φαντασία Hierocl.p.39, πρόσωπον A.D.Synt.27.4, de los pronombres, A.D.Pron.5.14, ἀ. χρόνος Eust.1755.58.
2 adv. -ῶς dé forma indefinida ἀ. νοεῖσθαι A.D.Synt.69.21, 70.1, cf. Sch.Er.Il.8.235.
Greek Monolingual
ἀοριστώδης (-ους), -ες (AM)
ο ακαθόριστος.