ἀοριστώδης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
indefinite, φαντασία Hierocl. p.39A., cf. A.D.Pron.5.14, Synt.27.4, al.; ἀ. χρόνος Eust.1755.58. Adv., A.D.Synt.70.1.
Spanish (DGE)
-ες
1 indefinido φαντασία Hierocl.p.39, πρόσωπον A.D.Synt.27.4, de los pronombres, A.D.Pron.5.14, ἀ. χρόνος Eust.1755.58.
2 adv. -ῶς dé forma indefinida ἀ. νοεῖσθαι A.D.Synt.69.21, 70.1, cf. Sch.Er.Il.8.235.
German (Pape)
[Seite 273] ες, von unbestimmter Art, Ap. Dysc. synt. p. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοριστώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀορίστῳ, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 68, κτλ.
Greek Monolingual
ἀοριστώδης (-ους), -ες (AM)
ο ακαθόριστος.