ἀπερίγραφος

From LSJ
Revision as of 15:02, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίγρᾰφος Medium diacritics: ἀπερίγραφος Low diacritics: απερίγραφος Capitals: ΑΠΕΡΙΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: aperígraphos Transliteration B: aperigraphos Transliteration C: aperigrafos Beta Code: a)peri/grafos

English (LSJ)

ον,

   A not rounded, περιόδου βάσις D.H.Comp.22.    2 not circumscribed, Ph. 1.5, al., Procl.Inst.93, Dam.Pr.71; undetermined, of time, Chrysipp.Stoic.2.67.    3 unlimited, ἀριθμῷ Stoic.3.79. Adv. -φως Ph.1.47, Corn.Rh.p.396H.

German (Pape)

[Seite 287] ohne Umschreibung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίγραφος: -ον, = τῷ προηγ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22, καὶ συχν. παρὰ Φίλωνι. ― Ἐπίρρ. -φως Φίλων 1. 47.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no redondeado ἐκείνης (περιόδου) βάσις D.H.Comp.110.15.
2 no circunscrito, no limitado χάριτες ἀ. ... καὶ ἀτελεύτητοι Ph.1.5, cf. Procl.Inst.93, Dam.Pr.71, de Dios Const.App.7.35.9, Thdr.Mops.M.66.976A, de Cristo, Eus.M.24.152D, Leont.Byz.M.86.1284C.
3 indeterminado, indefinido ἀ. καὶ ἀορίστῳ χρόνῳ Chrysipp.Stoic.2.67, πόλεις ἀπερίγραφοι ... ἀριθμῷ Chrysipp.Stoic.3.79, αἰών Ph.2.422.
II adv. -ως
1 sin estar circunscrito o limitado ἀ. γὰρ γίνεται τὰ γινόμενα Ph.1.47, cf. Clem.Al.Strom.6.15.120.
2 de forma indeterminada ἃ μεταπίπτοντα ... ἀ. Chrysipp.Stoic.2.67
indefinidamente τὴν ... ἐπιφορὰν ἀ. ἐξέτεινε Corn.Rh.p.396.

Greek Monolingual

ἀπερίγραφος, -ον (AM)
1. ο απερίγραπτος, ο ακατανόητος (για τον Θεό κυρίως)
αρχ.
1. ο δίχως περίγραμμα
2. ο ασαφής
3. ο απεριόριστος, ο άμετρος.