ἁρμογή

From LSJ
Revision as of 09:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμογή Medium diacritics: ἁρμογή Low diacritics: αρμογή Capitals: ΑΡΜΟΓΗ
Transliteration A: harmogḗ Transliteration B: harmogē Transliteration C: armogi Beta Code: a(rmogh/

English (LSJ)

ἡ, (ἁρμόζω)

   A joining, junction, Luc.Zeux.6; fitting, arrangement, Plb.6.18.1.    2 joint in masonry, J.AJ15.11.3, Hdn.3.3.7.    3 Lit. Crit., κώλων ἁ. getting together, junction, arrangement of clauses, D.H.Comp.8, cf. 23; ὀνομάτων ib.26; of letters, ib.22; adjustment of parts in an organized whole, ἁ. τοῖς ὅλοις Phld.Po.2.17; ἑλληνισμὸς ἀποτελεῖται καὶ ἁ. τις ib.18.    4 Medic., joining of two bones without motion, = σύμφυσις, opp. ἄρθρον, Gal.19.460.    5 in Music, = ἁρμονία, method of tuning a stringed instrument, Ptol.Harm. 2.6; modulation, Eup.11; opp. ἀναρμοστία, Plot.3.6.2.    6 in Painting, gradation of tints in transition, Plin.HN35.29.

German (Pape)

[Seite 355] (ἁρμόζω), ἡ, Zusammenfügung, μερῶν Pol. 6, 18, 1; vgl. 11, 9, 1; στόματος, Oeffnung, Luc. Alex. 14 u. a. Sp. – Eupolis bei Poll. 4, 8 braucht es für ἁρμονία.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμογή: ἡ, (ἁρμόζω) συναφή, σύναψις, Λουκ. Ζεῦξ. 6: ἐφαρμογή, Πολύβ. 6. 18, 1, κτλ. 2) ἡ συναφὴ δύο ὀστῶν ἀκινήτων = σύμφυσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρθρον, Γαλην. 19. 460, πρβλ. 2. 734. ΙΙ. = ἁρμονία, Εὔπολ. ἐν «Αἰξίν» 13.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. ἁρμογά Luc.Trag.89; lat. harmoge Plin.HN 35.29
I de elementos concretos
1 ensamblaje, ajuste de armas τὴν ἐκ τῆς ἐπισκευῆς ἁρμογὴν τῶν ὅπλων Plb.11.9.1, τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι ... πηχῶν, κατὰ τὴν ἁρμογὴν ... δεκατεττάρων Plb.18.29.2
en construcción unión, juntura λίθων D.S.2.49, cf. I.AI 15.399
de un recipiente ajuste, cierre κηρῷ λευκῷ καὶ ψιμυθίῳ τὴν ἁρμογὴν τοῦ πώματος συγκεκολλημένον Luc.Alex.14
juntura de los labios, rictus de la Atenea Lemnia de Fidias, Luc.Im.6.
2 medic. op. ἄρθρον sínfisis Gal.19.460.
3 unión, acoplamiento del nacimiento de Afrodita σταγόνων ... κόσμιον ἁρμογὰν ἁλίοις ἐνὶ κύμασι Luc.Trag.89, de centauros ἡ ἁ. τῶν σωμάτων, καθ' ὃ συνάπτεται ... τῷ γυναικείῳ τὸ ἱππικόν Luc.Zeux.6.
II fig. de elementos abstr.
1 ajuste, armonía κἀν τῷ βίῳ οὐδεμί' ἔ[στ] αι ἁ. τ[οῖς] ὅλοις Phld.Po.B10.1.21, τῶν μερῶν τῆς πολιτείας Plb.6.51.2.
2 crít. lit. encaje, conexión de la voz καὶ μάλιστα ταῖς [κα] λαῖς ἁρμογαις ἱκανὴν φωνήν Phld.Po.A 1.23, cf. B 10.2.24, κώλων D.H.Comp.8.1, cf. 23.6, ὀνομάτων D.H.Comp.26.1, en las sílabas Gramm.Pap.9.25.
3 mús. afinación de instrumentos de cuerda ταύτην ἐγὼ 'ζήτουν πάλαι τὴν ἁρμογήν Eup.8, τοῖς τε ἐν τῇ λύρᾳ στερεοῖς ἐφαρμόσει ... κατὰ τὰς ... ἁρμογάς Ptol.Harm.49.1, cf. Phryn.PS p.24.16
sintonización de tonos, armonía διτοναία ἁ. Ptol.Harm.44.14, τὴν πρώτην ἁρμογὴν ἰσοτόνους ... τοὺς φθόγγους καθιστάνειν Ptol.Harm.84.19, cf. Plot.3.6.2, τόνου καὶ φωνῆς Hsch., Sud.
4 en pintura gradación de colores, Plin.HN 35.29.

Greek Monolingual

η (AM ἁρμογή)
1. το σημείο όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα
2. η σύνδεση των οστών, η άρθρωση
αρχ.
1. η σύμφυση δύο οστών (χωρίς άρθρωση)
2. μουσ. η αρμονία
3. «κώλων ἁρμογή» — η σύνδεση των προτάσεων.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμογή:
1) соединение, связывание; связь (τῶν μερῶν τινος εἴς τι Polyb.; μῖξις καὶ ἁ. τῶν σωμάτων Luc.);
2) место соединения, разрез (τοῦ στόματος Luc.).