ἐκτάδην

From LSJ
Revision as of 17:34, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰδην Medium diacritics: ἐκτάδην Low diacritics: εκτάδην Capitals: ΕΚΤΑΔΗΝ
Transliteration A: ektádēn Transliteration B: ektadēn Transliteration C: ektadin Beta Code: e)kta/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἐκτείνω)    A outstretched, ἐ. κεῖσθαι lie outstretched, i.e. dead, E. Ph.1698, Luc.DMort.7.2.

German (Pape)

[Seite 779] ausgestreckt, κεῖσθαι, von Todten, Eur. Phoen. 1692; Alciphr.; von Trunkenen u. Schlafenden, Luc. D. Hort. 7, 2; Alciphr. 3, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδην: ᾰ, ἐπίρρ. (ἐκτείνω) «ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως» Σουΐδ., τώδ’ ἐκτάδην σοι κεῖσθον ἀλλήλοιν πέλας (τὰ πτώματα τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους) Εὐρ. Φοίν. 1698· ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ... ἐκτάδην ἐκείμην Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
en long, tout du long.
Étymologie: ἐκτείνω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
1 todo a lo largo, cuan largo es πίτνει E.Tr.463, de cadáveres τώδ' ἐ. ... κεῖσθον E.Ph.1698, cf. Luc.DMort.12.5, 17.2.
2 en tensión προβάλλει τε ἐκτάδην τὼ χεῖρε extiende ambas manos en tensión Hld.10.31.3, βοείοις δέρμασιν ἐ. ξυντεθειμέναι Men.Prot.40.2.
3 ret., subst. τὰ ἐ. extensión excesiva, prolijidad Longin.42.

Greek Monolingual

επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν
ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά)
κατ' έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ.
«ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ' ἐκείνου νεκρός» — ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.).

Greek Monotonic

ἐκτάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐκτείνω), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάδην: ἐκτείνω adv. в вытянутом положении, вытянувшись (κεῖσθαι Eur., Luc.).

Middle Liddell

ἐκτείνω
outstretched, Eur.