ἔναθλος

From LSJ
Revision as of 22:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναθλος Medium diacritics: ἔναθλος Low diacritics: έναθλος Capitals: ΕΝΑΘΛΟΣ
Transliteration A: énathlos Transliteration B: enathlos Transliteration C: enathlos Beta Code: e)/naqlos

English (LSJ)

ον,    A laborious, πόνοι Ph.1.646.    II ἔναθλον, τό, contest, in pl., dub. in IG7.2532.

German (Pape)

[Seite 825] mühsam, πόνος Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναθλος: -ον, ὁ μετ’ ἄθλων, ἐπίπονος, πόνοι Φίλων 1. 646.

Spanish (DGE)

-ον
1 que requiere esfuerzo πόνοι Ph.1.646.
2 subst. τὰ ἔναθλα proezas μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔναθλος, -ον)
αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλον
ο αγώνας.