ἕδρασμα
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἕδρα, E.Fr.305, Ph.1.336, PMag.Par.1.1153 (pl.). II Pythag. name for eight, Theol.Ar.55.
German (Pape)
[Seite 717] τό, die Stütze, Eur. frg. bei Schol. Or. 871 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἕδρασμα: τό, = ἕδρα, Εὐρ. Ἀποσπ. 307, Φίλων 1. 336.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1morada, sede ξεστὸν ὄχθον Δαναϊδῶν ἑδρασμάτων E.Fr.305, cf. Sch.Pi.O.2.12a, S.El.1393P.
2 soporte, fundamento, base τὴν γῆν ἑδράσμασιν αἰωνίοις στηρίσας PMag.4.1153, cf. Hsch.s.u. ἕδος
•fig. ἡ πίστις ἕ. ἀγάπης Clem.Al.Strom.2.6.30, δικαιοσύνης Corp.Herm.13.9, στυγνοῦ σκότους ἕ. (Cerbero) fundamento de las tinieblas tenebrosas, Suppl.Mag.42.1, ῥήτορσι ... περιβλέπτοισιν ἕ. IGLS 9437 (V d.C.), (Χριστός) τῶν δὲ ψυχῶν ἡμῶν βακτηρία καὶ ἕ. Mac.Aeg.Hom.47.16.
II n. del ocho entre los pitagóricos Theol.Ar.55.
Greek Monolingual
ἕδρασμα, το (AM)
1. έδρα
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε -ασμα) τ. της λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.].
Russian (Dvoretsky)
ἕδρασμα: ατος τό pl. место пребывания, владение (Δαναϊδῶν Eur.).