ἕδρασμα

From LSJ
Revision as of 22:52, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕδρασμα Medium diacritics: ἕδρασμα Low diacritics: έδρασμα Capitals: ΕΔΡΑΣΜΑ
Transliteration A: hédrasma Transliteration B: hedrasma Transliteration C: edrasma Beta Code: e(/drasma

English (LSJ)

ατος, τό,    A = ἕδρα, E.Fr.305, Ph.1.336, PMag.Par.1.1153 (pl.).    II Pythag. name for eight, Theol.Ar.55.

German (Pape)

[Seite 717] τό, die Stütze, Eur. frg. bei Schol. Or. 871 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἕδρασμα: τό, = ἕδρα, Εὐρ. Ἀποσπ. 307, Φίλων 1. 336.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1morada, sede ξεστὸν ὄχθον Δαναϊδῶν ἑδρασμάτων E.Fr.305, cf. Sch.Pi.O.2.12a, S.El.1393P.
2 soporte, fundamento, base τὴν γῆν ἑδράσμασιν αἰωνίοις στηρίσας PMag.4.1153, cf. Hsch.s.u. ἕδος
fig. ἡ πίστις ἕ. ἀγάπης Clem.Al.Strom.2.6.30, δικαιοσύνης Corp.Herm.13.9, στυγνοῦ σκότους ἕ. (Cerbero) fundamento de las tinieblas tenebrosas, Suppl.Mag.42.1, ῥήτορσι ... περιβλέπτοισιν ἕ. IGLS 9437 (V d.C.), (Χριστός) τῶν δὲ ψυχῶν ἡμῶν βακτηρία καὶ ἕ. Mac.Aeg.Hom.47.16.
II n. del ocho entre los pitagóricos Theol.Ar.55.

Greek Monolingual

ἕδρασμα, το (AM)
1. έδρα
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε -ασμα) τ. της λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.].

Russian (Dvoretsky)

ἕδρασμα: ατος τό pl. место пребывания, владение (Δαναϊδῶν Eur.).