βλάττα

Revision as of 14:51, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ, Lat.    A blatta, purple, Edict.Diocl.24.2:—Dim. βλαττίον, τό, Lyd.Mens.1.21.

Greek Monolingual

η (AM βλάττα, Α και βλάττη)
νεοελλ.
1. γένος δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως μεγάλη ή μαύρη κατσαρίδα
2. η ευλογιά
3. η ουλή που αφήνει η ευλογιά
4. βαρύ και θανατηφόρο νόσημα
αρχ.
η πορφύρα και η βαφή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως
πρβλ. λατ. blatta «πορφύρα» (για το νεοελλ. βλάττα «σίλφη, κατσαρίδα» βλ. εγκυκλ. βλάττα)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: purple (Ed. Diocl.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. blatta, which is unclear.