εὔειλος

Revision as of 21:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (εἵλη)    A sunny, warm, Ar.Fr.780; χωρία Arist.HA 597b7, Thphr.HP4.1.1, al.

German (Pape)

[Seite 1063] wohl besonnt, χωρία, Arist. H. A. 8, 20; Theophr.; auch Ar. bei Phot., mss. εὔηλος, d. i. εὐήλιος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

εὔειλος: -ον, εὐήλιος, θερμός, Λατ. apricus, πνοαὶ Εὐρ. Φοίν. 674, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 612· χωρία Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 12, 9, Σουΐδ. Φώτ. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien exposé à la chaleur du soleil.
Étymologie: εὖ, εἵλη.

Greek Monolingual

εὔειλος, -ον (Α)
ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. ά-ειλος, πρόσ-ειλος).

Greek Monotonic

εὔειλος: -ον (εἴλη), ευήλιος, θερμός, ζεστός, Λατ. apricus, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔειλος: нагретый солнцем, жаркий (αἰθέρος πνοαί Eur. - v. l. εὐήλιοι; χωρία Arst.).

Middle Liddell

εὔ-ειλος, ον εἴλη
sunny, warm, Lat. apricus, Eur.