πλατύτης
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
[ῠ], ητος, ἡ, A breadth, width, of the liver, Hp.VM22; of animals, X.Cyr.1.4.11. 2 amplitude, ἑρμηνείας D.L.3.4. 3 breadth of pronunciation, Demetr.Eloc.177.
German (Pape)
[Seite 627] ητος, ἡ, Breite, Weite, Xen. Cyr. 1, 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύτης: -ητος, ἡ, πλάτος, εὖρος, ἥπατος Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· θηρίων Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11. 2) πλατύτης, ἑρμηνείας, ἡ κατὰ πλάτος, Διογ. Λ. 3. 4.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
largeur.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monotonic
πλᾰτύτης: -ητος, ἡ, πλάτος, όγκος, ποσότητα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύτης: ητος (ῠ) ἡ
1) большой объем, крупные размеры (θηρίων Xen.);
2) пространность, обширность (ἑρμηνείας Diog. L.);
3) грам. (о звуках) протяжность или открытость.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατύτης -ητος, ἡ [1. πλατύς] breedte; Hp.; omvang. Xen. Cyr. 1.4.11.