προσανάπτω
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
A attach, attribute, Phld.Vit.p.12 J.; τὸν λάρον Ἡρακλεῖ Sch.Ar.Av.568.
German (Pape)
[Seite 749] noch dazu anhängen, zueignen, Schol. Ar. Av. 568.
Greek (Liddell-Scott)
προσανάπτω: προσάπτω τι εἴς τινα, τινί τινα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 568.
Greek Monolingual
ΜΑ
προσάπτω, αποδίδω σε κάποιον κάτι («τὸν λάρον... Ἡρακλεῑ προσανάπτει», Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνάπτω «αναρτώ, προσδένω, αποδίδω»].