προέλευσις
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A issuing forth, Sm.Ex.21.7, al., Olymp.in Mete. 147.23; ἐκ τοῦ παλατίου Tz.H.6.491; progress, procession, π. θριαμβική Eust.1292.16. 2 f.l. for προαίρεσις in Luc.Prom.Es6. 3 παραμύθιον τῆς π. μου a reward for my trouble, PFlor.332.20 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 719] ἡ, das Vorgehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προέλευσις: ἡ, τὸ προηγεῖσθαι, προχωρεῖν, Ἰουστῖν. Μ. 269D. II. πομπή, «ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς ὕστερον ἡ πομπὴ καὶ τὸ πέμπειν ἐπὶ θριαμβικῆς προελεύσεως» Εὐστάθ. 1292. 16· «ὅθεν καὶ πομπὴ ὁ θρίαμβος, ὃν προέλευσιν ἡ κοινὴ γλῶσσα καλεῖ» παρὰ τῷ αὐτῷ 762, 7· ὁ Κόμμοδος ἠθέλησε προέλευσιν ποιῆσαι Τζέτζ. Ἱστ. 6, 492. 2) ἔξοδος, ἔφοδος, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 6. ΙΙΙ. προαγωγή, προβιβασμός, Ἰω. Μόσχος 3084Β.
Russian (Dvoretsky)
προέλευσις: εως ἡ выходка, (остроумный) выпад (Luc. - v. l. προαίρεσις).