σκεύασμα
ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day
English (LSJ)
ατος, τό,
A preparation, dish of food, Sch.Ar.Lys.664; of Deianira's φίλτρον, Sch.S.Tr.594. II in pl., furniture, LXX Ju.15.11.
German (Pape)
[Seite 893] τό, das Zubereitete. Auch = σκευασία, Schol. Ar. Lys. 664.
Greek (Liddell-Scott)
σκεύασμα: τό, προπαρασκευή, ἑτοιμαχία φαγητοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 664· ἐπὶ τοῦ τῆς Δηϊανείρας φίλτρου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 594. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., συσκευή, ἀποσκευή, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).
Greek Monolingual
-ατος, το ΝΑ σκευάζω
σύνθεμα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική
νεοελλ.
φρ. «βιταμινούχο σκεύασμα» — σκεύασμα που περιέχει βιταμίνες
μσν.
ιατρική συνταγή
αρχ.
1. παρασκευή, ετοιμασία φαγητού
2. στον πληθ. τὰ σκευάσματα
αποσκευές ή έπιπλα («ἔδωκαν... πάντα τὰ ἀργυρώματα καὶ τὰ ὄλκια καὶ πάντα τὰ σκευάσματα αὐτοῦ», ΠΔ).