λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: φῠλᾰκεία | Medium diacritics: φυλακεία | Low diacritics: φυλακεία | Capitals: ΦΥΛΑΚΕΙΑ |
Transliteration A: phylakeía | Transliteration B: phylakeia | Transliteration C: fylakeia | Beta Code: fulakei/a |
ἡ,
A guard, protection, Poet.de herb.181, Gloss.
ἡ, Α
ταινία, με την οποία δένεται κάτι για να προφυλαχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φυλακεύω].