ἀπολαυστός

From LSJ
Revision as of 14:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαυστός Medium diacritics: ἀπολαυστός Low diacritics: απολαυστός Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: apolaustós Transliteration B: apolaustos Transliteration C: apolafstos Beta Code: a)polausto/s

English (LSJ)

όν,    A enjoyed, enjoyable, Epicur.Ep.3p.60U., Phld.Ir.p.84 W., Ph.1.572, Diotog. ap.Stob.4.7.62, Plu.Comp.Arist.Cat.4.

German (Pape)

[Seite 310] zu genießen, Plut. Arist. et Cat. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαυστός: -όν, ὅν ἀπολαύει τις ἤ δύναται νὰ ἀπολαύσῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 124, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut jouir.
Étymologie: ἀπολαύω.

Spanish (DGE)

-όν
agradable, placentero ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν Epicur.Ep.[4] 124, τὸ ... ἐπιθυμεῖν τῆς κολάσεως καθάπερ ἀπολαυστοῦ τινος el desear el castigo como algo agradable Phld.Ir.42.22, de la amistad PRoss.Georg.2.43.7 (II/III d.C.), πλοῦτος Plu.Comp.Arist.Cat.4, cf. Ph.1.572.

Greek Monolingual

ἀπολαυστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος που τον απολαμβάνει ή που είναι δυνατόν να τον απολαύσει κάποιος.

Greek Monotonic

ἀπολαυστός: -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί κάποιος να απολαύσει, απολαυστικός, τερπνός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολαυστός: могущий дать наслаждение Plut., Epicur. ap. Diog. L.

Middle Liddell

[from ἀπολαύω
enjoyed, enjoyable, Plut.