σιταρχία

From LSJ
Revision as of 17:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑταρχία Medium diacritics: σιταρχία Low diacritics: σιταρχία Capitals: ΣΙΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: sitarchía Transliteration B: sitarchia Transliteration C: sitarchia Beta Code: sitarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A commissariat, victualling department, IG5(2).266.36 (Mantinea, i B.C.), Ph.2.64, etc.    II a soldier's pay in money, Arist.Oec.1350a36 (v.l. -αρκία), 1351b16, 1353b2, IG92(1).3 A38 (Thermum, iii B.C.); opp. σιτομετρία (pay in kind), PHal.1.159 (iii B.C.), cf. PAmh.2.29.22 (iii B.C.), PTeb.729.2 (ii B.C.), UPZ16.7 (ii B.C.).    2 pay in kind, provisions, Ph.Bel.101.51 (pl.); τὰ σύμβολα τῶν σ., ἐξαρτίσας αὐτὸν ταῖς σ., BGU1755.5,10, cf. 1749.15 (both i B.C.), etc.    3 generally, provision, maintenance, ib.948.14 (iv/v A.D.); ἡ ἀναγκαία τροφὴ ἤτοι σ. PLond.5.1708.118 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 884] ἡ, das Proviantamt, das eine Stadt, ein Heer mit Proviant versieht; πρὸς τὰς σιταρχίας εἰς τὴν πόλιν παρεισιόντων, Pol. 5, 75, 1; ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ τὰ κατὰ τὰς σι ταρχίας αὐτοῖς, 1, 66, 6, wo es auch = σιταρκία, Proviant, erklärt wird.

Greek (Liddell-Scott)

σῑταρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀναλαμβάνοντος τὴν παροχὴν τροφῶν εἰς πόλιν ἢ στράτευμα, τοῦ τροφοδότου, ἡ περὶ τῶν τροφῶν ἐπιμελητεία, Φίλων 2. 64, Φώτ., Ἡσύχ., κλπ. ΙΙ. αἱ παρεχόμεναι τροφαί, τὰ ἐπιτήδεια, ἴδε σιταρκία.

Greek Monolingual

και σιταρκία, ἡ, ΜΑ σιταρχῶ
η τροφοδοσία, η παροχή τροφής
αρχ.
1. το αξίωμα του σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.)
2. ο μισθός τών στρατιωτών σε χρήμα («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας αὐτοῑς», Πολ.)
3. η πληρωμή σε είδος, τα παρεχόμενα τρόφιμα («δεηθεὶς τῆς ἀναγκαίας τροφῆς ἤτοι σιταρχίας», πάπ.).